- δεσπότης
- господин, хозяин
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
δεσπότης — master masc nom sg δεσποτέω to be despotically ruled imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσπότης — Ο κύριος του οίκου, ο οικοδεσπότης, ο αφέντης, ο απόλυτος κύριος και συνεκδοχικά ο βασιλιάς, ο τύραννος· επίσης ο επίσκοπος: «τον δεσπότην και αρχιερέα ημών Κύριε φύλαττε εις πολλά έτη». Στην αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στον κύριο του σπιτιού,… … Dictionary of Greek
δεσπότης — ο 1. αυτός που έχει την απόλυτη κυριότητα και την εξουσία περιοχής, κύριος, ιδιοκτήτης: Είναι δεσπότης του μεγαλύτερου μέρους του νησιού. 2. επίσκοπος: Στις γιορτές, στην εκκλησία, λειτουργεί ο δεσπότης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δεσπότης νόμος. — δεσπότης νόμος. См. Обычай старше закона … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
δεσπόται — δεσπότης master masc nom/voc pl δεσπότᾱͅ , δεσπότης master masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ορσίνης, Ιωάννης — Δεσπότης της Ηπείρου (1323 35). Ήταν γνωστός και ως Άγγελος Δούκας Κομνηνός. Αδελφός του Ιταλού κόμη της Κεφαλληνιάς Νικόλαου Ορσίνη, ο οποίος, αφού σκότωσε τον θείο του Θωμά Άγγελο, δεσπότη της Ηπείρου, έγινε κύριος του δεσποτάτου. Ο Ο. με τη… … Dictionary of Greek
δεσποτᾶν — δεσπότης master masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποτέων — δεσπότης master masc gen pl (epic ionic) δεσποτέω to be despotically ruled pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποτῶν — δεσπότης master masc gen pl δεσποτέω to be despotically ruled pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσπόταιν — δεσπότης master masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσπόταις — δεσπότης master masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)